- ἐπιδέκτωρ
- ἐπιδέκ-τωρ, ορος, ὁ, Adj..A = -τικός 2, δίκας Aesaraap.Stob.1.49.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιδέκτωρ — ἐπιδέκτωρ, ὁ (Α) [επιδέχομαι] επιδεκτικός … Dictionary of Greek
ἐπιδέκτορα — ἐπιδέκτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)